- τρίορχος
- ὁ, Αο τριόρχης*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τριόρχης κατά τα αρσ. σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίορχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόρχοις — τρίορχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίορχον — τρίορχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… … Dictionary of Greek